- μαστοφόρος
- -α, -ο1. (για ζώα) αυτός που έχει μαστούς2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστοφόραζωολ. τα θηλαστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + -φόρος*. Η λ. στον πληθ. μαστοφόρα μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστοφόρος — α, ο αυτός που έχει μαστούς: Μαστοφόρα θηλαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)